υποκάτημαι

υποκάτημαι
Α
ιων. τ. βλ. ὑποκάθημαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υποκάθημαι — και ιων. τ. ὑποκάτημαι Α [κάθημαι] 1. κάθομαι κάτω από κάτι («ὑποκαθῆσθαι ταῑς μηλίαις», Φιλόστρ.) 2. κάθομαι κάπου περιμένοντας κάποιον ή κάτι 3. κάθομαι κάτω χωρίς να γίνομαι αντιληπτός ή στήνω ενέδρα («αὐτοὶ δ ἐν καλυβίοις κρυπτοῑς ὑποκάθηνται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”